- ἐργάται
- ἐργάτηςworkmanmasc nom/voc plἐργάτᾱͅ , ἐργάτηςworkmanmasc dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐργᾶται — ἐργάζομαι work fut ind mp 3rd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργάτᾳ — ἐργάται , ἐργάτης workman masc nom/voc pl ἐργάτᾱͅ , ἐργάτης workman masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Gaudeamus igitur — (lateinisch für Lasst uns also fröhlich sein!), auch bekannt unter dem Titel De brevitate vitae (lat. für Über die Kürze des Lebens), ist ein Studentenlied mit lateinischem Text und gilt als das berühmteste traditionelle Studentenlied der… … Deutsch Wikipedia
ERGATAE — Gr ἐργάται, i. e. operarii: quo nomine inprimis dici Epirotarum agmina, qui patriam quotannis relinquere et ulteriora ditionis Turcica adite, operis simul et quaestus faciendi gratiâ consuevêre, adnotat Ioh. Casaub. ad Suet. in Vesp. c. 2 … Hofmann J. Lexicon universale
PEDEPULVEROSI — in LL. Burgorum Scoticorum c. 120. Si burgenses mercatores et Pedepulverosi. Gall. Piepoudreux. Angl. Dustie foote, ibid. c. 134. advene sunt. extranei. Hesychio, Κονιορτόποδες, ἀγροίκοι, ἐργάται. Cicero, l. 1. de Inv. Tum verisimilia, hôc modô:… … Hofmann J. Lexicon universale
επίδηλος — ἐπίδηλος, ον (Α) [επιδηλώ] 1. φανερός, κατάδηλος («ἐπίδηλον ἡμῖν τοῖς προσώποισιν ποιεῖν», Αρφ.) 2. αυτός που φανερώνει επερχόμενη κρίση 3. αξιοπρόσεκτος, αξιόλογος («εἰ μηδὲν ἐπίδηλον ποιήσουσιν οἱ ἐργάται», Ξεν.) 4. αυτός που μοιάζει με κάτι,… … Dictionary of Greek
εργάτης — Εκείνος που εργάζεται κυρίως με τα χέρια του και ζει από την αμοιβή αυτής της εργασίας. Οι ε. είναι βασική παραγωγική δύναμη της σύγχρονης κοινωνίας και διακρίνονται σε βοηθητικούς (αυτοί που στην επιχείρηση εξυπηρετούν την κύρια παραγωγή), σε ε … Dictionary of Greek
ζούγωνερ — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ζούγωνερ Λάκωνες ἀντί ζύγωνες βόες ἐργάται» βόδια για όργωμα, για αροτρίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. ζούγωνερ, διαλεκτικός δωρ. τ. αντί τού αττ. ζύγωνες (ενν. βόες). Ο τ. ζύγων < ζυγόν] … Dictionary of Greek
οτιαφόροι — ὀτιαφόροι, οί (Α) (κατά το λεξ. ΑΒ) «οἱ τὰς ὀτίδας φέροντες ἐργάται ὀτὶς δὲ εἶδος ὄρνιθος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀτίς «είδος όρνιθας» + φόρος*] … Dictionary of Greek
σιτοφάγος — α, ο / σιτοφάγος, ον, ΝΑ, και σιτηφάγος, ον, Α αυτός που τρώει σιτάρι (α. «σιτοφάγα έντομα» β. «γῆς τε ἐργάται καὶ σιτοφάγοι», Ηρόδ.) αρχ. αυτός που τρέφεται με ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + φάγος*] … Dictionary of Greek